εξαυχμώ

εξαυχμώ
(I)
-έω ή -άω ἐξαυχμῶ (Α) [αυχμώ]
ξεραίνομαι («ὅταν ἐξαυχμῶσι δι' ἀνυδρίαν», Θεοφρ.).
————————
(II)
-όω ἐξαυχμῶ [αυχμός]
ξεραίνω («ἐξαυχμοῡται και ἐξυδατοῡται», Διογ. Λαέρτ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”